равнять - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

равнять - translation to πορτογαλικά


равнять      
(делать равным) igualar , tornar igual ; (считать равным) equiparar , igualar , pôr em paralelo
equiparar      
равнять, сравнивать, приравнивать, (Браз.) приравнивать частные учебные заведения к государственным
equiparar vt      

1) равнять, сравнивать;
2) браз приравнивать частные учебные заведения к государственным

Ορισμός

равнять
несов. перех.
1) а) Делать одинаковым, равным в каком-л. отношении; уравнивать.
б) перен. Считать, признавать равнозначным, равноценным; приравнивать.
2) Располагать в один ряд по прямой линии.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για равнять
1. Александру Долинину в новом веке привычнее равнять его к ракете...
2. С пиратской лицензионную продукцию по цене равнять не имеет смысла.
3. Я считаю, что нельзя равнять всех под одну гребенку.
4. Не равнять же новокузнецкий "Металлург" с его тезкой из Магнитогорска...
5. С нынешним поражением от ЦСКА даже смешно равнять!